- κοιλιά
- Όρος που αναφέρεται σε κάποιες ανατομικές δομές. Κατ’ αρχήν σημαίνει την περιοχή του ανθρώπινου σώματος που βρίσκεται στη βάση του κορμού, η οποία παρεμβάλλεται μεταξύ θώρακα και λεκάνης. Αποτελείται από μυϊκά και οστέινα τοιχώματα που καθορίζουν μια κοιλότητα που περιέχει το μεγαλύτερο μέρος του πεπτικού και ουρογεννητικού συστήματος. Στο άνω μέρος, μιαινομυώδης δομή, που ονομάζεται διάφραγμα, χωρίζει την κ. από τον θώρακα.
Για περιγραφικούς λόγους (εντόπιση κάθε οργάνου, πόνοι, κ.ά.) συνηθίζεται να διαιρείται η εμπρός επιφάνεια της κ., με τέσσερις νοητές γραμμές, σε εννέα περιοχές: δεξιό υποχόνδριο, επιγάστριο, αριστερό υποχόνδριο, δεξιά πλαγία χώρα, μεσογάστριο, αριστερά πλαγία χώρα, δεξιά λαγόνιος χώρα, υπογάστριο, αριστερά λαγόνιος χώρα. Στον άνθρωπο, το ύψος της κ. αποτελεί περίπου το ένα τέταρτο του συνολικού ύψους του σώματος.
Επίσης, με τον όρο κ. χαρακτηρίζεται ο χώρος της καρδιάς, στον οποίο συγκεντρώνεται το αίμα που προέρχεται από τους κόλπους. Υπάρχουν δύο κ., η δεξιά, από την οποία το αίμα, κατά την καρδιακή συστολή, διοχετεύεται στους πνεύμονες και η αριστερή, από την οποία το αίμα τροφοδοτεί τις αρτηρίες του σώματος.
Τέλος, ως κ. καλείται η μικρή κοιλότητα στον εγκέφαλο γεμάτη με εγκεφαλονωτιαίο υγρό. Υπάρχουν τέσσερις κ. του εγκεφάλου: οι δυο πλάγιες, η τρίτη και η τέταρτη.
* * *και κοιλία, η (AM κοιλία, Α ιων. τ. κοιλίη, Μ και κοιλία)1. η περιοχή τού ανθρώπινου σώματος που περιλαμβάνεται ανάμεσα στον θώρακα και στη λεκάνη και περικλείει τα σπλάγχνα, αλλ. γαστέρα («ἔπλησαν τοῡ νεκροῦ τὴν κοιλίην, οὔτε ἀναταμόντες αὐτὸν οὔτε ἐξελόντες τήν νηδύν», Ηρόδ.)2. το στομάχι ή τα έντερα (α. «πρέπει να γεμίσω την κοιλιά μου για να μπορέσω να δουλέψω» β. «οὐ πλύνειν ἑᾶς τὰς κοιλίας πωλεῑν τε τοὺς ἀλλᾱντας», Αριστοφ.)3. ονομασία διαφόρων κοιλοτήτων τών οργάνων τού σώματος, όπως τών πνευμόνων, τής καρδιάς, τού εγκεφάλου κ.ά. (α. «κοιλίες τής καρδιάς» — οι δύο κοιλότητες τής καρδιάς στις οποίες συγκεντρώνεται το αίμα που προέρχεται από τους κόλπους και το οποίο εξωθείται κατά την καρδιακή συστολή από μεν τη δεξιά προς τους πνεύμονες από δε την αριστερή προς τις αρτηρίες τού σώματοςβ. «κοιλίες τού εγκεφάλου» — κοιλότητες που βρίσκονται στο κέντρο τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων, τού διάμεσου εγκεφάλου και τού έσχατου εγκεφάλουγ. «κοιλίες τού λάρυγγα» — δύο κολπώματα τής λαρυγγικής κοιλότηταςδ. «κοιλίαι αἱ τὸ πνεῦμα δεχόμενοι καὶ προπέμπουσαι», Ιπποκρ.)4. η μήτρα (α. «εννιά μήνες σέ είχα στην κοιλιά μου» β. «ευλογημένος ο καρπός τῆς κοιλίας σου», ΚΔ)νεοελλ.1. το πρόσθιο τοίχωμα τής γαστέρας («ο ομφαλός βρίσκεται στο κέντρο τής κοιλιάς»)2. κύρτωμα προς τα μέσα, ή εξόγκωμα ή προεξοχή (α. «έκανε κοιλιά ο τοίχος» β. «η κοιλιά τού κανατιού»)3. ζωολ. α) (στα σπονδυλόζωα) το τμήμα τού κορμού που βρίσκεται μεταξύ τού στήθους και τής λεκάνης και προς το μέρος τού εδάφους ή τού βυθούβ) (στα αρθρόποδα) το οπίσθιο μέρος τού σώματος, που περιέχει τα αναπαραγωγικά όργανα και το πίσω τμήμα τού πεπτικού συστήματος4. φυσ. τα σημεία ενός στάσιμου κύματος στο οποίο αντιστοιχεί μέγιστο πλάτος («κοιλία παλλόμενης χορδής»)3. φρ. α) «κάνω κοιλιά»i) γίνομαι κοιλαράςii) χάνω προς στιγμή την αποδοτικότητά μου, αποδιοργανώνομαι, χαλαρώνωβ) «πρέπει να έχεις μεγάλη κοιλιά» — πρέπει να είσαι υπομονετικός στην ενοχλητικότητα τών άλλωνγ) «έπεσε με την κοιλιά» — έπεσε μπρούμυταδ) (για επίτοκη γυναίκα) «είναι με την κοιλιά στο στόμα» — κοντεύει να γεννήσειε) «η ζωή του αρχίζει με την κοιλιά του και τελειώνει με την κοιλιά του» — έχει συνεχώς το μυαλό του στο φαγητό, είναι κοιλιόδουλος4. παροιμ. α) «που δεν κουράσει γόνατα κοιλιά δεν θεραπεύει» — αυτός που αποφεύγει την κούραση μένει νηστικόςβ) «η κοιλιά παραθύρια δεν έχει» — δεν μπορεί να γνωρίζει ο ένας τί τρώει ο άλλοςγ) «τού παιδιού η κοιλιά κοφίνι και τρελός οπού τού δίνει» — τα παιδιά τρώνε συνεχώς εφόσον βρίσκουν φαγητόμσν.1. σωθικά, ψυχή2. (για πλοίο) τα ύφαλαμσν.-αρχ.φρ. «κοιλία Ἅδου» — ο κάτω κόσμοςαρχ.1. ο θώρακας («τὰ κατὰ κοιλίαν νουσήματα» — τα νοσήματα τής. θωρακικής κοιλότητας, Ιπποκρ.)2. κοίλωμα οστού3. κάθε κοιλότητα τής γης4. στον πληθ. αἱ κοιλίαια) τα περιττώματα, τα κόπραναβ) υποθετικές κοιλότητες τών μυών5. φρ. α) «κοιλίαν σκληρὰν ἔχω» — είμαι δυσκοίλιοςβ) «κατά κοιλίαν νοσῶ» — μέ πονά η κοιλιακή χώραγ) «τήν κοιλίαν λύω» — προκαλώ κένωση τού εντέρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος. Η λ. δήλωνε αρχικά κάθε κοιλότητα τού σώματος, τελικά δε κατέληξε να σημαίνει κυρίως την κοιλότητα τών σπλάγχνων, την κοιλιά.ΠΑΡ. κοιλιακόςαρχ.κοιλίδιον, κοιλιτικήμσν.- νεοελλ.κοιλιάρης, κοιλούλανεοελλ.κοιλαράς, κοιλάτος, κοιλιάζω, κοιλιαίος, κοιλίτσα.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) κοιλιόδεσμος, κοιλιόδουλοςαρχ.κοιλήπατα, κοιλιαλγώ, κοιλιοδαίμων, κοιλιολάτρης, κοιλιολυσία, κοιλιολυτώ, κοιλιοπώλης, κοιλιοστροφία, κοιλιοφορώ, κοιλιοφορώςαρχ.-μσν.κοιλιομανίαμσν.κοιλέντερα, κοιλιολυτώ, κοιλιολυτικός, κοιλιοπονώ, κοιλιοπρήστης, κοιλιόσυρτος, κοιλιοχορδοφάσαμσν.- νεοελλ.κοιλιοδουλείανεοελλ.κοιλάρφανος, κοιλεντερωτά, κοιλιάδελφοι, κοιλιαλγία, κοιλιογραφία, κοιλιοκάκη, κοιλιοκήλη, κοιλιοπτωσία, κοιλιοσκοπία, κοιλιοτομία, κοιλοπόνημα, κοιλοπάνια (τα), κοιλόπονος, κοιλοπονώ. (Β συνθετικό) πρόκοιλοςαρχ.μεγαλόκοιλος, υδρόκοιλοςνεοελλ.πονόκοιλος].
Dictionary of Greek. 2013.